- βαλανοειδής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που μοιάζει στο σχήμα με βαλανίδι, ο βαλανόμορφος. Πολλά στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου είχαν βαλανοειδή μορφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.